- βραχυσύμβολος
- βρᾰχυ-σύμβολος, ον,A bringing a small contribution, AP9.229 (Marc. Arg.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραχυσύμβολος — βραχυσύμβολος, ον (Α) αυτός του οποίου η συμβολή ή η συνεισφορά είναι πολύ μικρή … Dictionary of Greek
βραχυσύμβολε — βραχυσύμβολος bringing a small contribution masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek